- ἀχλύες
- ἀχλύςmistfem nom/voc plἀχλύ̱ε̄ς , ἀχλύωto bepres ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀχλύες — Ἀχλύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυνέφελος — ον, Μ αυτός που έχει χοντρά σύννεφα («τὸ πρόσωπο τοῡ...ἡλίου ἀχλύες παχυνέφελοι θολοῡσι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολυ νέφελος] … Dictionary of Greek